ἐπιδεξιότης

ἐπιδεξιότης
ἐπιδεξιότης
handiness
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπιδεξιότητα — ἐπιδεξιότης handiness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεξιότητας — ἐπιδεξιότης handiness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεξιότητος — ἐπιδεξιότης handiness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιδεξιότητα — η (AM ἐπιδεξιότης) [επιδέξιος] η ιδιότητα τού επιδέξιου, ικανότητα, ευφυΐα («διὰ τὴν ἐπιδεξιότητα και νουνέχειαν τἀνδρός», Πολύβ.) νεοελλ. τέχνη, μαστοριά (α. «τις επιδεξιότητες τού κονταριού μαθαίνει» β. για ζωγραφιά, «με τόση επιδεξιότητα τήν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”